[...] ΜΠΑΜΠΑΙΝΑ, αφουγκράζεται: Άκου, λάλημα κοκόρου.
Τέσσερες ώρες της νυχτός. Σε λίγο μεσανύχτι. Η μεγάλη ώρα που την περιμένουν πώς και τι οι πεθαμένοι. [...] ξημερώνει ψυχοσάββατο
κ' η μέρα ούλη δική τους. Από τούτα τα μεσάνυχτα ίσιαµε τάλλα,
είναι λεύτεροι, να βγαίνουν από το μνήμα και να γυρίζουν
στα σπίτια τους.
[...]
ΜΑΡΙΑ: Σώπα, μάνα! Στο Θεό σου, σώπα! Θέλεις να με
τρελάνεις απόψε; Ξέρεις καλά
πως εγώ είμαι αλαφροΐσκιωτη!...

Ψυχοσάββατο

του Γρηγορίου Ξενόπουλου

συντελεστές

Διασκευή | Σκηνοθεσία: Σπύρος Κολιαβασίλης
Σκηνικά | Κοστούμια: Εύα Λυγνού 
Επιμέλεια Κίνησης: Νερίνα Ζάρπα
Μουσικός Σχεδιασμός: spiriK
Θεατρολόγος: Σοφία Γκίτζου
Βοηθός Σκηνοθέτη: Θανάσης Τσόδουλος

Παίζουν με σειρά εμφάνισης:

Μπάμπαινα: Βίκυ Κολτσίδα
Μαρία (νύφη): Αντωνία Πίντζου
Κωνσταντής (γιος): Θανάσης Τσόδουλος
Λίγερος: Αντρέας Βελέντζας
Ευμορφία: Νάνσυ Χρυσικοπούλου

και 

Ψυχές (αλφαβητικά) τα μέλη των θεατρικών εργαστηρίων: Νεφέλη Ασαργιωτάκη, Μάιρα Κόνιαρη, Πέτρος Σουρμπάτης

info

Πρεμιέρα

11 ΜΑΡΤΙΟΥ 2023 στις 20:15
______

Παραστάσεις

ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΑ στις 20:15 έως 9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ
και ΜΕΓΑΛΗ ΔΕΥΤΕΡΑ - ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ
______

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ τη σεζόν 2023 - 24

••• Ημερομηνίες θα ανακοινωθούν προσεχώς •••


Διάρκεια παράστασης
75 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)

• ΕΝΗΜΕΡΩΣΕΙΣ προς το κοινό • 
1. Στην παράσταση χρησιμοποιείται καπνός με βάση το νερό. 2. Κατά τη διάρκεια της παράστασης ένας από τους ηθοποιούς, καπνίζει για λίγα δεύτερα. 
3. Η παράσταση περιέχει μέρη, με έντονα ξαφνιάσματα. 
4. Περιέχει σκηνές βίας. 

Καταλληλότητα: 10+

Το Θέατρο τηρεί όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα.
Η χρήση μάσκας είναι προαιρετική. 


Δελτίο Τύπου

λίγα λόγια για το έργο

Πρωτοπαίχτηκε
τη Δευτέρα, 13 Ιουνίου 1911,
στο "Θέατρο Κυβέλης"
(πρώην "Βαριετέ")
από τον θίασο
της Κυβέλης Αδριανού.

   


Το Ψυχοσάββατο είναι το ενδέκατο έργο του συγγραφέα. Δημοσιεύτηκε (αφού πρώτα παρουσιάστηκε από τον θίασο της Κυβέλης) το 1913, στον δεύτερο τόμο των θεατρικών του Γρηγορίου Ξενόπουλου. 

Η σκηνή, σε μια εξοχή των Επτανήσων, στο σπίτι του Κωσταντή, Παρασκευή βράδυ, αρχές Μαρτίου, που ξημερώνει Ψυχοσάββατο. 

Ο Ξενόπουλος χαρακτηρίζει το Ψυχοσάββατο, «σύγχρονη τραγωδία, μονόπρακτη με Ιντερμέτζο». Το έργο είναι γραμμένο σε πρόζα και δημοτική γλώσσα, περιέχει εκτενείς σκηνικές οδηγίες και μια σημείωση του συγγραφέα για παράληψη του Ιντερμέτζου, αν χρειαστεί, κατά τη σκηνική του δοκιμασία. Από τον τίτλο του παραπέμπει σε παραδοσιακές θρησκευτικές τελετουργίες που συνδέονται με τους νεκρούς. Η πρώτη σκηνή οργανώνεται για να αποτυπώσει έθιμα που συνδέουν τον ζωντανό κόσμο με το Επέκεινα. Οι χαρακτήρες της Μαρίας και του Λίγερου είναι μπλεγμένοι στο δίχτυ που πλέκουν οι αξίες μιας παραδοσιακής πατριαρχικής κοινωνίας και παλεύουν να βρουν διέξοδο για τις προσωπικές τους επιθυμίες. Αντίθετα η γριά Μπάμπαινα είναι η ενσάρκωση της παράδοσης και μάλιστα στην πιο συντηρητική της εκδοχή που δεν επιτρέπει στο καινούργιο να ανατείλει. Η επίσκεψη των ψυχών στο Ιντερμέτζο βγάζει το έργο πέρα από την ηθογραφική αποτύπωση και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να συνδεθεί με μη ρεαλιστικά είδη που καλλιεργεί ο ύστερος 19ος αιώνας. (Πηγή: © ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΟΥ, ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ, Α.Π.Θ.)

περίληψη

Μία ημέρα πριν το Ψυχοσάββατο.

Η Μπάμπαινα ετοιμάζει τα κόλλυβα της κόρης της Ευμορφίας, που πέθανε πριν έξι μήνες.

Στο ίδιο σπίτι ζουν μαζί της ο γιος την Κωσταντής και η νύφη της Μαρία, την οποία η γριά, θεωρεί υπεύθυνη για το θάνατο της Ευμορφίας.
Έντονος διάλογος και φανερή αντιπάθεια υπάρχει μεταξύ των δύο γυναικών. Ο Κωσταντής επιστρέφει από τις δουλειές και ανακοινώνει ότι σε λίγο θα έρθει ο ξάδερφός του ο Λίγερος, γεγονός που φαίνεται να χαροποιεί τη Μαρία.

Ο Λίγερος φτάνει και όλοι μαζί τρώνε, ενώ η Μπάμπαινα δεν χάνει ευκαιρία να επιτίθεται έμμεσα στη νύφη της.

Το κλίμα γίνεται ασφυκτικό κυρίως όταν ο Κωσταντής πάει για ύπνο και η Μπάμπαινα αρχίζει να ιστορεί τα ήθη του ψυχοσάββατου καθώς και ιστορίες-θρύλους από τα παλιά χρόνια. Τα "λόγια των παλαιικών" φέρνουν σε δύσκολη συναισθηματική κατάσταση τη Μαρία, που ζητά χέρι βοήθειας από τον Λίγερο. Δεν περιμένει όμως την παρουσία των ψυχών, που ανατρέπει κάθε σχέδιο.

Ο Κωσταντής σε λίγο ξυπνάει και όλα οδηγούνται στην τραγική λύση.

φωτογραφίες από την παράσταση

 Γρηγόριος Ξενόπουλος
 1867 - 1951

Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γεννήθηκε το 1867 στο Φανάρι, πρωτότοκος γιος του ζακύνθιου πρώην στρατιωτικού και εμπόρου Διονυσίου Ξενόπουλου με καταγωγή από την Πελοπόννησο και της πολίτισσας Ευθαλίας Θωμά. Σε βρεφική ηλικία εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο. Εκεί η οικογένειά του απέκτησε πέντε ακόμη παιδιά, τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι.

Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Ζάκυνθο με σημαντική βοήθεια από τη μητέρα του και στη συνέχεια έφυγε για σπουδές στην Αθήνα, όπου και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Στην Αθήνα παρακολούθησε πανεπιστημιακά μαθήματα Φυσικομαθηματικών Επιστημών, Βιολογίας, Φιλοσοφίας και Φιλολογίας, ενώ επιδόθηκε επίσης στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Η πρώτη του παρουσία στα γράμματα πραγματοποιήθηκε το 1879 από τις στήλες του περιοδικού Η Διάπλασις των παίδων.

Το 1884 υπέβαλε το διήγημα Του Ελληνικού αγώνος το τριακοσιάδραχμον έπαθλον στο λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εστίας. Το έργο αποκλείστηκε λόγω του σατιρικού χαρακτήρα του και τον επόμενο χρόνο ο Ξενόπουλος δημοσίευσε το πρώτο του αισθητικό δοκίμιο με τίτλο Περί Κάλλους στο Αττικόν Ημερολόγιον του Ειρηναίου Ασώπιου.

Το 1884 έγραψε το πρωτόλειο ρομαντικής υφής μυθιστόρημα Ο άνθρωπος του κόσμου. Αθηναϊκή μυθιστορία. Από το 1890-1910 υπήρξε μέλος της Σοσιαλιστικής Νεολαίας και ένθερμος οπαδός του Πλάτωνα Δρακούλη. Το 1893 έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους με τη νουβέλα Μαργαρίτα Στέφα, γραμμένη στην καθαρεύουσα (το τελευταίο έργο του πριν τη χρησιμοποίηση της δημοτικής στα κείμενά του).

Δύο χρόνια αργότερα πραγματοποιήθηκε η πρώτη εμφάνισή του στο θεατρικό χώρο με δύο έργα που παραστάθηκαν από το θίασο του Παναγή Λεκατσά, τον Ψυχοπατέρα και τον Τρίτο. Έτσι στα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο Ξενόπουλος είχε περάσει στην επαγγελματική συγγραφική δραστηριότητα σε ποικίλα είδη του πεζού λόγου (μυθιστόρημα, διήγημα, νουβέλα, παιδική λογοτεχνία, θέατρο, χρονογράφημα, δοκίμιο, κριτική). Συνεργάστηκε με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής (Ραμπαγάς, Εβδομάς, Εικονογραφημένη Εστία, Παναθήναια, Καθημερινή, Εστία και κυρίως με το περιοδικό Διάπλασις των παίδων, στο οποίο αρθρογραφούσε επί πενήντα χρόνια στην τακτική στήλη του με το ψευδώνυμο Φαίδων), ενώ υπήρξε ιδρυτής της Νέας Εστίας (1927) στην οποία παρέμεινε διευθυντής ως το 1934, συνιδρυτής (μαζί με τους Καζαντζάκη, Παλαμά και Σικελιανό) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (1934) και διευθυντής της Εικονογραφημένης Εστίας κατά τη διετία 1894-1895.

Το 1894 παντρεύτηκε την Ευφροσύνη Αχιλ. Διογενίδη, με την οποία απέκτησε μια κόρη τη Λεονή, ο γάμος του όμως διαλύθηκε ένα χρόνο αργότερα. Το 1906 αρραβωνιάστηκε την Χριστίνα Κανελλοπούλου, με την οποία παντρεύτηκε το 1901 και απέκτησε δυο κόρες, την Κάκια και τη Λουλού.
Το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος, το 1923 με το Εθνικό Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών και το 1932 έγινε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής έδρασε στα πλαίσια του Ε.Α.Μ. και το 1944 άγνωστοι ανατίναξαν το σπίτι του στην οδό Ευριπίδου με αποτέλεσμα να χαθεί το τεράστιο αρχείο του. Μετά το 1947 αντιμετώπισε έντονες οικονομικές δυσκολίες. Πέθανε το 1951 σε ηλικία 84 χρόνων. Το λογοτεχνικό έργο του τοποθετείται στην ανανεωτική τάση της πεζογραφίας που αντιτάχθηκε στη γενιά του 1880.

Ως πεζογράφος ο Ξενόπουλος ξεκίνησε από το χώρο της ηθογραφίας και πέρασε γρήγορα στο ρεαλιστικό (και αργότερα νατουραλιστικό) αστικό μυθιστόρημα με στοιχεία κοινωνικού προβληματισμού, το οποίο υποστήριξε και θεωρητικά, με έντονες επιρροές από το έργο των Ονορέ ντε Μπαλζάκ και Εμίλ Ζολά. Σημειώνονται εδώ μυθιστορήματά του Ο κόκκινος βράχος, Λάουρα, Η Αναδυομένη, Πλούσιοι και Φτωχοί και Τίμιοι και άτιμοι.

Άξια λόγου είναι επίσης η κριτική δραστηριότητά του, στην οποία συμπορεύτηκε με τον Κωστή Παλαμά προς την ανανέωση του κριτικού λόγου, την προβολή της σύγχρονής του λογοτεχνικής παραγωγής και την αποκατάσταση της παλιότερης. Η γλώσσα του στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι η απλή δημοτική, η οποία βοήθησε στην προώθηση της φυσικότητας των διαλόγων στα έργα του, φυσικότητας που μαζί με την τεχνική αρτιότητα αποτέλεσαν τα βασικά προτερήματα της γραφής του. Εξάλλου στην τεράστια σε όγκο δραματική παραγωγή του κυριαρχούν επιρροές από τον Ίψεν και το αστικό και νατουραλιστικό γαλλικό θέατρο, καθώς επίσης ρομαντικά και μελοδραματικά στοιχεία, ενώ αξιοσημείωτη είναι η θεατρικότητα της γραφής του και η φροντισμένη ψυχογραφική προσέγγιση των ηρώων του.

Σημαντική υπήρξε η συνεργασία του με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου με το Μυστικό της Κοντέσσας Βαλέραινας το 1904, παράσταση-ορόσημο στην προσπάθεια ανανέωσης της ελληνικής θεατρικής πρακτικής (που είχε ξεκινήσει το 1895 με την παράσταση του Ψυχοπατέρα). Από τα θεατρικά του έργα αναφέρουμε επίσης ενδεικτικά τη Στέλλα Βιολάντη, τη Φωτεινή Σάντρη, τη Ραχήλ, το Ψυχοσάββατο, τον Πειρασμό και τον Ποπολάρο.

Πηγή ΕΚΕΒΙ

σκηνοθετικά 

Σπύρου Κολιαβασίλη

Είναι σύνηθες να λέγεται, πως το ανέβασμα ενός έργου, που έχει γραφτεί σε άλλες - χρονικά - εποχές, "πρέπει να"... συνοδεύεται και από ένα κυρίαρχο ερώτημα: τί έχει να μας πει στο σήμερα. Και αυτό το ερώτημα έχει μετατραπεί σε αξίωμα, που δε θα πρέπει να παραβλέπεται. Σε βαθμό, που γίνεται ασφυκτικό για τη σύγχρονη παραστατικότητα, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε ανεβάσματα με φαινόμενα αγχώδους διαταραχής.

Στο Ψυχοσάββατο σταθήκαμε περισσότερο στις ατμόσφαιρες του έργου. Και στην ασφυκτικότητα, που προκαλούν οι συνθήκες ζωής στους ήρωες.

Είτε πρόκειται για διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, είτε πρόκειται για βαθιά θρησκευόμενους ή όχι, είτε πρόκειται για διαφορετικές ηλικιακές βαθμίδες, το πέπλο της σκοτεινιάς, πέφτει το ίδιο βαρύ σε όλους.

Η σκοτεινιά: κανείς δε μπορεί να ξεφύγει από τα ήθη και τις επιταγές μιας αυστηρά πατριαρχικής κοινωνίας. Μεταλλαγμένης - σαφώς - σε μια κοινωνία, που δομικό της στοιχείο, δεν αποτελεί πια ο άντρας ταγός, αλλά η γυναίκα-μάνα, που κερδίζει έδαφος στο πεδίο του κυρίαρχου ρόλου, ως τροφός και εκπαιδευτής νέων ταγών. Οι νέοι ταγοί φαίνεται να μην αντέχουν πια τον ρόλο τους, και έτσι αφήνονται στην καθοδήγηση και στην προστασία της αρχαίας μήτρας· σαν να λέμε, στην παντοδυναμία της μυθικής μάνας-γης. Με τρόπο όμως ασυνείδητο.

Στην παράσταση οι χαρακτήρες φορούν τους κοινωνικούς τους ρόλους-βαριά κοστούμια. Παριστάνουν τους τυπικούς υποταγμένους στην ελληνική ηθογραφία. Όμως στιγμές, συναντιούνται με τα ένστικτά τους και τις βαθύτερες αγωνίες τους, στον κόσμο των ψυχών. Όπου όλα είναι ελεύθερα. Και α-ληθ(η)ι-νά. Όλα είναι αιθέρας καθάριος.

Στο ιντερμέντζο του έργου, προσπαθήσαμε να συνθέσουμε την παρουσία των ψυχών του Ξενόπουλου, με μία μελέτη πάνω στο τί έχει ειπωθεί ή και γραφτεί για την έννοια της ψυχής. Δίνοντας έτσι, μια πανφιλοσοφική και πανθρησκευτική διάσταση σε αυτήν (την ψυχή). Δίχως να ξεχνάμε πως το "λεύτερη από το μνήμα μου γυρνώ σαν την ανέμη" δεν αναφέρεται στο θηλυκό γένος ως σώμα, αλλά στο θήλυ ως ενέργεια του σύμπαντος κόσμου. Ως ενέργεια του κενού (θεωρία της σχετικότητας).

Στο τέλος, η βία και το έγκλημα, δεν είναι των ψυχών, γιατί οι ψυχές είναι καθάριες και απαλλαγμένες από το βάρος να αμαρτάνουν στο εξής. Η βία και το έγκλημα είναι απόρροια μιας λελογισμένης ανθρώπινης πράξης. Μιας εκούσιας συμπεριφοράς, σπρωγμένης υπό (γυναίκα-μάνα) το βάρος της διατήρησης της πατριαρχικής εξουσίας.

θεατρολογικά 

Σοφίας Γκίτζου

Στην εποχή του ο Γρηγόριος Ξενόπουλος ήταν όχι προφήτης, αλλά αναγνώστης. Όχι κήρυκας ούτε προφήτης, αλλά παρατηρητής. Ανήκε στην εποχή του και την κατέγραφε με ειλικρίνεια. Με ειλικρίνεια και μαεστρία που διδάχτηκε από το ευρωπαϊκό θέατρο και στο οποίο έμεινε πιστός μαθητής όσο κανείς Έλληνας θεατρικός συγγραφέα της εποχής του.

Ούτε ηθογράφο κανείς δεν μπορεί να τον πει, ούτε ψυχόδραμα ότι γράφει. Και το αστικό δράμα που τείνουμε να του αποδίδουμε κι αυτό ολοκληρωτικά δεν τον χαρακτηρίζει.

Ο Ξενόπουλος με την άριστη θεατρική τεχνική του, την ακρίβεια της θεατρικής γραφής του, μεταφέρει στη σκηνή χαρακτήρες που δεν αποτελούν σύμβολα, αλλά εκπροσώπους μια κοινωνικής κατάστασης. Δεν ηθογραφεί, αλλά μεταφέρει το φαινόμενο, την περιπτωσιολογία της κοινωνίας.

Το δίπολο πεθερά - νύφη της ελληνικής επαρχίας της εποχής μπορεί να διαβαστεί τόσο συγκεκριμένα όσο κι αφαιρετικά. Τόσο συγκεκριμένα όσο μια παθολογία της ελληνικής επαρχίας, όσο και γενικά σαν την πάλη του παλιού με το νέο. Μπορεί να διαβαστεί ως την καταπίεση της πατριαρχίας πάνω στη γυναίκα της εποχής, μπορεί ωστόσο να αντιμετωπιστεί ως ένας αγώνας επιβίωσης, μια πάλη της φύσης να αναδειχθεί, σαν φυσική καταστροφή.

Το Ψυχοσάββατο διαφέρει από τα υπόλοιπα αστικά δράματα του Ξενόπουλου καθώς εντάσσει το μεταφυσικό στοιχείο. Το μεταφυσικό στοιχείο του χορού των νεκρών γυναικών δεν είναι απαραίτητα σύνδεση με τη θρησκεία εξαιτίας της χρονικής συγκυρίας του ψυχοσάββατου. 

Το μεταφυσικό στοιχείο είναι περισσότερο ευριπίδειο, σαιξπηρικό, είναι μια δραματική λύση που έρχεται να βγάλει τους ήρωες από το αδιέξοδο. Δεν θα τους σώσει. Στο σύγχρονο δράμα η κάθαρση χαρακτήρων και κοινού δεν θα μπορούσε εύκολα να είναι κοινή, αλλά σίγουρα θα κλείσει τον κύκλο. Έναν κύκλο. Ο νεκρός δεν επιζητά δικαίωση κι έρχεται να την διεκδικήσει.

Δεν μιλάμε για παραλογές στον Ξενόπουλο. Ο νεκρός είναι η αέναη κοινωνική αδικία που δεν τελειώνει και δεν θα τελειώσει ποτέ. Η κοινωνική ανισότητα ανάμεσα στο νέο και στο παλιό, στη γυναίκα και στον άντρα, στον δυνατό και τον αδύναμο.

Η πεθερά και η νύφη είναι δύο γυναίκες με διαφορετικές χρονικές αφετηρίες αλλά κοινή πορεία κάτω από την μπότα της πατριαρχίας. Δεν κρίνονται για νόμους και ήθη που έφτιαξαν, γιατί δεν έφτιαξαν τίποτα. Κρίνονται για το πόσο αντέχουν κάτω από αυτά και πόσο μπορούν να τα συνεχίσουν. Η πεθερά νικά γιατί έχει το προνόμιο της υπερφυσικής μητρικής οδύνης, που ξεπερνά το κοινό καλό, που δεν ξεχωρίζει καταστάσεις. Η νύφη χάνει γιατί είναι νέα και ακόμη γυναίκα και η φύση της βράζει σε ένα κοστούμι που καμιά από τις γυναίκες της ιστορίας δεν χώρεσε, αλλά εκείνη αρνείται κιόλας να φορέσει.

Στο Ψυχοσάββατο δεν μπορούμε να αναζητήσουμε διαχρονικότητα. Μπορούμε ωστόσο να δανειστούμε την ωμότητα της κοινωνικής ματιάς κι έτσι να κοιτάξουμε το σήμερα. 

εισιτήρια

γενική είσοδος

12€

Για ενήλικες.

ειδική είσοδος

8€

Για μαθητές, φοιτητές, ΑΜΕΑ, ενήλικες άνω των 65, ανέργους.